- βόας
- βόᾱς , βόαfishfem acc plβόᾱς , βόαfishfem gen sg (doric aeolic)βόᾱς , βοάωcry aloudimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)βοῦςbullockmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βόας — Κοινή ονομασία διαφόρων ερπετών της οικογένειας των βοϊδών, της τάξης των λεπιδωτών. Ένα από τα μεγαλύτερα είναι ο β. ο συσφιγκτήρας,που μερικοί σύγχρονοι ζωολόγοι τον θεωρούν ιδιαίτερο γένος. Όπως και τα άλλα βοϊδή, δεν είναι δηλητηριώδης· οι… … Dictionary of Greek
βόας — ο μεγάλο φίδι που ζει στην Κεντρική και Νότια Αμερική και τρέφεται με πτηνά και θηλαστικά, τα οποία πνίγει αφού τα περιτυλίξει και τα συσφίξει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοᾶς — βόειος of an ox fem acc pl (attic epic ionic) βοᾶ̱ς , βοάω cry aloud pres ind act 2nd sg (doric) βοείη of an ox fem acc pl (attic epic doric ionic) βοείη of an ox fem gen sg (epic doric ionic) βοεύς rope of ox hide masc acc pl βοή loud cry fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοᾷς — βοάω cry aloud pres subj act 2nd sg βοάω cry aloud pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοάς — βοά̱ς , βοή loud cry fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοᾶις — βοᾷς , βοάω cry aloud pres subj act 2nd sg βοᾷς , βοάω cry aloud pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυβόας — εὐρυβόας, ό (ΑΜ) αυτός τού οποίου η φωνή ακούγεται μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ *. + βοας (< βοή), πρβλ. καλλι βόας, μελι βόας] … Dictionary of Greek
καλαμοβόας — καλαμοβόας, ὁ (Α) (σκωπτικά, για τον στωικό Αντίπατρο) αυτός που βοά μόνο με τη γραφίδα, δηλ. που δεν αποκρούει τα λόγια τού αντιπάλου του Καρνεάδη με τον λόγο, προφορικά, αλλά μόνο με τον κάλαμο, με τη γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + βόας (< … Dictionary of Greek
καλλιβόας — καλλιβόας, ὁ (Α) (για τον αυλό) αυτός που αναδίδει ωραίο και δυνατό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βόας (< βοῶ), πρβλ. αγρο βόας, ερημο βόας] … Dictionary of Greek
κεροβόας — κεροβόας, ο (Α) αυτός που ηχεί σαν κέρας («λωτούς κεροβόας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + βόας (< βοῶ), πρβλ. νυκτι βόας, χαλκο βόας] … Dictionary of Greek